ἐκθηλύνει

ἐκθηλύνει
ἐκθηλύ̱νει , ἐκθηλύνω
soften
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐκθηλύ̱νει , ἐκθηλύνω
soften
pres ind mp 2nd sg
ἐκθηλύ̱νει , ἐκθηλύνω
soften
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐκθηλυνεῖ — ἐκθηλύνω soften fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐκθηλύνω soften fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… …   Dictionary of Greek

  • εκθηλύνω — υνα, ύνθηκα, εκθηλυμμένος, μτβ., κάνω κάποιον θηλυπρεπή, μαλθακό, αδύνατο: Η πολλή καλοπέραση εκθηλύνει τον άνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”